Το Οικοδομικό σύμπλεγμα που ανήκει στο Δήμο Λεμεσού αποτελείται από δύο εφαπτόμενα κτίσματα, τη διατηρητέα λιθόκτιστη οικοδομή με κεκλιμένες στέγες και ενιαίους εσωτερικούς χώρους η οποία έχει κτιστεί στις αρχές του 20ου αιώνα και τη μεταγενέστερη τριώροφη προσθήκη από οπλισμένο σκυρόδεμα η οποία έχει κατασκευαστεί περί τα τέλη του 1950.
Οι οικοδομές βρίσκονται σε παραδοσιακή γειτονιά της Λεμεσού που έχει ως κύρια χαρακτηριστικά την συνεχή δόμηση και την κλίμακα των οικοδομικών όγκων. Ο τρόπος σύνδεσης των πιο πάνω οικοδομών δημιουργούσε μορφολογικό χάος που επηρέαζε αρνητικά την όλη εικόνα της περιοχής, αφού ο όγκος της μεταγενέστερης προσθήκης βρισκόταν σε επαφή με τη νότια όψη της διατηρητέας οικοδομής καλύπτοντας την εξ’ ολοκλήρου. Από την άλλη η διατηρητέα οικοδομή είχε δεχτεί κατά καιρούς επεμβάσεις η οποίες αλλοίωσαν σημαντικά τον χαρακτήρα της καλύπτοντας τα παραδοσιακά υλικά και στοιχεία που χαρακτήριζαν με την απλότητα και την συμμετρία τους την μορφολογική έκφραση του κτίσματος .
Βασικός στόχος της απόφασης για την αποκατάσταση του συμπλέγματος των οικοδομών ήταν από τη μία η αναζωογόνηση μιας κεντρικής μεν αλλά αρκετά υποβαθμισμένης δε γειτονιάς του παραδοσιακού ιστού της πόλης και από την άλλη η επιδιόρθωση και αναβάθμιση ενός σημαντικού δείγματος αστικής βιομηχανικής αρχιτεκτονικής της Λεμεσού. Ο τρόπος και η μέθοδος της προτεινόμενης επέμβασης καθιστά δυνατή την επανάχρηση του συμπλέγματος ως Θεατρικού Μουσείου Κύπρου και Πολιτιστικού Κέντρου της πόλης γενικότερα, με την ταυτόχρονη διατήρηση όλων των χαρακτηριστικών που προσδιορίζει την ιστορική και αρχιτεκτονική αξία των δύο ξεχωριστών κτισμάτων.
Η νέα λύση έχει ως στόχο να επαναφέρει τη διατηρητέα οικοδομή στην αρχική της μορφή και να αναβαθμίσει αισθητικά και λειτουργικά τη μεταγενέστερη επέμβαση με τρόπο ώστε οι δύο οικοδομές να συνυπάρχουν και να συμπληρώνουν η μία την άλλη, τυπολογικά, μορφολογικά και λειτουργικά διατηρώντας η κάθε μία τα δικά της χαρακτηριστικά. Για το λόγο αυτό δημιουργούνται χώροι στους οποίους ακόμη και ο μη ειδικός επισκέπτης να είναι σε θέση να αναγνωρίζει και να κατανοεί την εξέλιξη των επεμβάσεων οι οποίες παρ΄ όλο που δηλώνουν την σύγχρονη καταβολή τους εντάσσονται στον χώρο επιτρέποντας την αρμονική συμβίωση του μοντέρνου και του παραδοσιακού στοιχείου.
Αυτό επιτυχάνεται με την κατεδάφιση τμήματος της μεταγενέστερης οικοδομής και την δημιουργία ενός σχεδόν διαμπερούς ισόγειου χώρου με ανάλαφρη διαφανή οροφή που δίνει σχεδόν την εντύπωση μίας εσωτερικής παραδοσιακής αυλής που λειτουργεί ως συνδετικός κρίκος μεταξύ των δυο οικοδομών αλλά ταυτόχρονα απελευθερώνει τη νότια όψη της διατηρητέας οικοδομής και την καθιστά εμφανή και προσβάσιμη, τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον εξωτερικό δημόσιο χώρο. Οι αναλογίες της ελαφριάς αυτής κατασκευής και η μετακίνηση της από το σύνορο του τεμαχίου και στους δύο δρόμους που περιβάλλουν την οικοδομή καθιστά ευδιάκριτο τον κοινόχρηστο χώρο της εισόδου και τονίζει παράλληλα τους κύριους όγκους της διατηρητέας οικοδομής και της αναβαθμισμένης πια σύγχρονης προσθήκης.
Η τελική ανόμια μορφολογική απλότητα των δύο Οικοδομών καθώς και η κλίμακα των κτιριακών όγκων εντάσσουν την νέα σύνθεση αρμονικά στον περιβάλλοντα χώρο του οποίου αναπόσπαστο μέρος είναι και οι υπαίθριοι σύγχρονοι χώροι που έχουν δημιουργηθεί προς δημόσια χρήση.